-«…Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.»
(Τάσος Λειβαδίτης)
-«Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε,
ίσως, μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.»
(Τάσος Λειβαδίτης)
-«… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη
αβεβαιότητα του έρωτα…»
(Τάσος Λειβαδίτης)
-«…Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.»
(Τάσος Λειβαδίτης)
-«…Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί!
Θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά…
τα φτερά, τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»
(Κ. Παλαμάς)
-Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Όταν κατέβουμε τη σκάλα»
«Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα ‘ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.»
-Κ. Π. Καβάφης, «Το Πρώτο Σκαλί»
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
-Βύρων Λεοντάρης, «Η σκάλα»
Κακή εποχή σε ξένο κι άγνωστο σκοτάδι
οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι και σβησμένα τα σημάδια
κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας
κι οι σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες
ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό…
Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ’ τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος –όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ’ ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες…
Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ’ τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ’ τα καλώδια κι απ’ τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
–άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό
και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια
γιατί ποτέ ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα
–φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις
το αίμα κυλούσε πια κάτω απ’ τις χαραμάδες
κι η κούραση κι ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα
Όλες τις μοναξιές τις έζησα
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές
κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας
–είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι
το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης, η ερημιά
ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα και εικόνες
που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες
Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που μας φθείρει μα κι ο χώρος
σημεία το δείχνουν καθαρά, ο χώρος εκδικείται
παραμορφώνει τις δομές και κατατρώει τα σώματα
σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές και σωθικά –έτσι κι ο λόγος
φαγώθηκε σιγά σιγά από σιωπές και χάσματα
Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί και ποια η έκφραση μες στη χαμένη ισορροπία;
Είπαμε τόσες φτήνιες, έτσι που ‘γινε κι η δημιουργία διαστροφή
και τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες
δεν έρχεται απ’ το παρελθόν αλλά απ’ το μέλλον
όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα
όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα
–αθώο ξεκίνημα, που μ’ έφερες, πού μ’ έφερες
Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου
να ονειρευτώ το δροσερό κατώφλι…
(Β. Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/Βιβλία)
*STAIRWAY TO HEAVEN (ΣΚΑΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ)
-Γιάννης Ρίτσος, «Η σκάλα»
«Ανέβαινε, κατέβαινε τη σκάλα. Λίγο λίγο
το πάνω και το κάτω συγχέονταν μέσα στην κούρασή του
έπαιρνα το ίδιο νόημα- κανένα νόημα- ένα ίδιο σημείο
ενός τροχού περιστρεφόμενου. Κι αυτός, ασάλευτος,
δεμένος στον τροχό, με την ιδέα πως ταξιδεύει τάχα,
νιώθοντας τον αγέρα να χτενίζει προς τα πίσω τα μαλλιά του,
παρατηρώντας τους συντρόφους του, πετυχημένα μεταμφιεσμένους
σε πολυάσχολους ναύτες, τραβώντας ανύπαρκτα κουπιά,
να βουλώνουν τ’ αυτιά με κερί, ενώ οι Σειρήνες
είχαν πεθάνει εδώ και τρεις χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια.»
(Γ. Ρίτσος, Ο διάδρομος και η σκάλα, Κέδρος)
-Νίκος Καρούζος, «Η σκάλα»
«Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος, με τρομάζει.
Τι ωραία θάτανε με μια ένεση
να κυκλοφορούσε στο αίμα μου
η επόμενη χιλιετία!
Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.
Κάθε σκαλί της όταν τ’ ανέβεις χαλιέται πέφτει.
Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, Ίκαρος)
-Χρίστος Λάσκαρης, «Θα κατεβαίνεις σκάλες»
«Θα κατεβαίνεις σκάλες,
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες.
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
-πάντα σαν άγαλμα-
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά,. η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ’ το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε-
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.»
1. Μπαλλάντα τῆς Ψηλῆς Σκάλας
Σὲ κάθε πόλη, συνήθιζε νὰ λέῃ ὁ ποιητὴς Ἀπολλιναίρ,
ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε καὶ μερικοὶ ἀθάνατοι.
Δυνατόν νὰ εἴσαστε σεῖς κύριε μεταξύ αὐτῶν ἤ ἀκόμα
κι ἐσεῖς κύριε. Δὲν ξέρω. Πάντως γιὰ ἕνα εἶμαι σὲ θέση νὰ
σᾶς βεβαιώσω: ὅτι ὑπάρχουν. Δὲν ἀποκλείεται ἐλάχιστοι.
Ὅμως ὑπάρχουν.
Ὁ Θεόφιλος κάποτες ἀνέβηκε
σὲ μιὰ ψηλή σκάλα
– αὐτόπτες μάρτυρες τὸ λέν –
ἴσως νὰ ζωγραφίσῃ μιὰν ἐπιγραφὴ
ἴσως ἀκόμη γιὰ νὰ συμπληρώσῃ
τὸ πάνω μέρος
μιᾶς συνθέσεώς του ἡρωικῆς.
Ἀλητὸπαιδες
– ἀλητὸπαιδες ποὺ μὲ τὸν καιρὸ
ὡς εἶναι φυσικὸ
ἀνδρωθήκανε καὶ γεράσαν
(δέν ἐνθυμούντανε πιά τίποτε)
κι’ ἐπεθάναν
εὐυπόληπτοι καὶ
φιλήσυχοι ἀστοί –
ἀλητὸπαιδες ξαναλέω
γιὰ νὰ παίξουνε καὶ νὰ γελάσουν
ἐτραβήξανε
τὴν σκάλα τὴν ψηλή
κι’ ὡς γκρεμοτσακιζόντανε
ἔντρομος
ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὰ ὕψη
ἐπρόσμεν’ ἐλεεινός σακάτης
θέλεις κι’ ἀκόμη
λιῶμα
στὸ χῶμα
νὰ βρεθῇ.
Ἀλλ’ ὦ τοῦ θαύματος!
προσεγειώθη
ἀπόλυτα σῶος κι’ ἀβλαβής
(πάντως κάτι σὰν νἄπαθε τὸ ἕνα του πόδι
χώλαινε ἐλαφρυὰ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς)
μὰ ναί σᾶς λέω
ἀκέργιος
ἀπ’ τὴν κορφή ὣς τὰ νύχια
ἀπὸ τὴν πτώση
μόνο ποὺ τὰ σεμνά φορέματά του
εἶχαν γενεῖ χρυσά ὡσὰν τὸν Ἥλιο
τὸ πρόσωπό του
σὰν τὴ Σελήνη (ἤτανε λὲν χλωμός)
σὰν τὴ Σελήνη φωτεινό
– αὐτά τὰ δυό ἀστέρια
εἴθισται νὰ συνυπάρχουν
στὰ εἰκονίσματα τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς.
Καὶ ἂν κατόπι ἐπῆγε νὰ κρυφτῇ στὴ Μυτιλήνη
εἴχ’ ἔμπει στὴν ἀθανασία πιά
ἐπέπρωτο πλέον νὰ ὑπάρχη αἰώνια
ἀθάνατος
– πιθανόν μαζὶ μὲ τὸν ἀείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντὲ Κήρυκο
καὶ μὲ τὸν Μπεναρόγια –
ἀνὰμεσα σὲ τὸσους
καὶ τὸσους
καὶ τὸσους Βολιῶτες
ποὺ ἐζήσανε καὶ πρὶν
καὶ κατὰ τὴ διάρκεια
κι ὕστερα
ἀπὸ τοῦ
τραβήγματος τῆς ψηλῆς τῆς σκάλας
τὸν καιρό.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου
2. Η σκάλα
Είσαι η σκάλα σε ένα μεγάλο, σκεπασμένο από την ομίχλη σπίτι. Κουρασμένα
προς τα πάνω ανεβαίνεις μέσα στο γλυκό σκοτάδι:
φως τεχνητό – μα και πάλι σπάνια βλέπεις.
Δε ξέρω – ζεις, αγαπάς, μισείς,
Φυλάσσεις τα ίχνη των αναρίθμητων βημάτων:
των χαλασμένων μποτών και των ελαφρών παπουτσιών,
των γαλοτσών που μουρμουρίζουν και των αθόρυβων τσόχινων μποτών,
των φθαρμένων σόλων, μα και των γρήγορων, παράλογων,
μεγάλων, αγαθών ποδιών και των στενών, κακών σκαλοπατιών. . .
Ω, ναι ! Πιστεύω πως: στη σιγαλιά των γκρίζων νυχτών,
γογγύζοντας κι αναστενάζοντας, δειλά ζωντανεύεις
προσπαθείς να θυμηθείς και με ακρίβεια επαναλαμβάνεις
όλων των βημάτων που έχεις ακούσει το χαρακτηριστικό ήχο:
τα πηδηματάκια της παιδικής ηλικίας και της βακτηρίας του παππού το χτύπο,
το ορμητικό τερέτισμα της ερωτικής βιασύνης,
το τρέμουλο της καθόδου από την απόγνωση και το σταθερό
βήμα της αδιαφορίας, το βήμα της φιλάργυρης αδυναμίας,
του ονειροπολήματος το βήμα, το ταραγμένο, το τυφλό,
που πάντα χάνει δύο ή τρία σκαλοπάτια,
και την περπατησιά της σοβαρής αυτάρεσκης οκνηρίας,
αλλά και το βιαστικό τρέξιμο του καθημερινού κάματου . . .
Δε ξεχνάς, το ξέρω, ποτέ
και τον ήχο των δικών μου βημάτων. . .Αλήθεια, –
χαρούμενα ήχησαν ποτέ;
Και τις αχτίδες, που λοξά τρέχουν στα σκοτεινά,
και του μεταξιού το θρόισμα, και το φιλί στην πόρτα;
Ναι, η καρδιά πίστευε, ναι, ο ουρανός ήταν γαλάζιος . . .
Πάνω από το ορειχάλκινο χερούλι – ένα άλλο όνομα υπάρχει τώρα,
κι εγώ περιπλανιέμαι σε μακρινή περιοχή.
Εσύ όμως, σαν σκάλα, στην ησυχία του μεσονυχτιού
συζητάς με τα περασμένα. Τα κιγκλιδώματα σου θυμούνται,
πως άφησα τη λάμψη των γοητευτικών δωματίων
και πως τελευταία φορά σε περπάτησα,
πως με την προσοχή του εγκληματία έκλεισα
μία, κι άλλη μία πόρτα και στο λυκόφως της χιονισμένης νύχτας
μυστηριωδώς έφυγα – ελεύθερος και άπελπις . . .
30 Ιουνίου 1918
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
*****
3. Κύκλοι
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει
—σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη—
μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι
Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
*****
4. Στες Σκάλες
Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.
Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ)
Σκαλί και σκαλοπάτι, Δώρα Μασκλαβάνου
5.
III. Στο πρώτο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Γύρισα κι είδα κάτω
Το ίδιο σουλούπι έστριβε το κάγκελο
Κάτω απ’ την άχνα του όζοντος αέρα
Παλεύοντας με το δαιμόνιο των σκαλιών, φορώντας
Την απατηλή μορφή ελπίδας και απελπισίας.
Στο δεύτερο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Τους άφησα χορεύοντας, γυρίζοντας πιο κάτω
Δεν ήταν άλλες πια μορφές και η σκάλα σκοτεινή
Βρεμένη, οδοντωτή σαν στόμα γέρου που σαλιάριζε αδιόρθωτο
Ή με οισοφάγο δοντιασμένο γηραλέου σκυλόψαρου.
Στο πρώτο γύρισμα της τρίτης σκάλας
Ήταν αμπαρωμένο ένα παράθυρο σαν φουσκωμένο σύκο
Και περ’ από την ανθισμένη τρικοκκιά και μια σκηνή βοσκής
Ή ανοικτόπλατη μορφή ντυμένη μπλε και πράσινο
Σαγήνευε τον Μάη με αρχαίο σουραύλι.
Κόμη ανθισμένη είναι γλυκιά, κόμη απ’ το στόμα φυσιγμένη,
Λιλά και κόμη καστανή
Απόσπαση, μουσική του αυλού, σταμάτημα και βήματα
του νου πάνω απ’ την Τρίτη σκάλα,
Σβήνοντας, σβήνοντας, δύναμη πέρα ελπίδας και απελπισιάς
Αναρριχώμενη την τρίτη σκάλα.
Κύριε, δεν είμαι άξιος
Κύριε, δεν είμαι άξιος
μα πες την λέξη μόνο.
Τόμας Σ. Έλιοτ, «Τετάρτη των τεφρών» (απόσπασμα) μτφρ. Τάκης Κουφόπουλος
*****
6. Η σκάλα
Την σκάλα του σπιτιού
Πια δεν την ανεβαίνω
Σταματάω στη μέση
Κάθομαι να βλέπω
Τα μυρμήγκια που ανεβοκατεβαίνουν
Το σαράκι που κρύβεται στα σκαλοπάτια
Τα σύννεφα που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι
Το αεράκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Στέλνει την μνήμη
Στ αζήτητα
Και δεν θυμάμαι
Τι νούμερο παπούτσια
φόραγες
Για να ταιριάξω τις πατημασιές
Της σκόνης
Στα πόδια σου
Λεωνίδας Κακάρογλου, τεύχος «Έξι Ποιήματα», Αύγουστος 2015
*****
7. ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ
Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες
σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά
ποτέ το βελούδινο χαλί
δεν κρύβει καλωσόρισμα,
κάθε σκαλοπάτι χαλασμένο δόντι
έτοιμο να υποχωρήσει
στην άβυσσο από κάτω.
Κυρίως όμως πρέπει να γνωρίζετε.
Πως για κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνετε
πάντα δύο πίσω θα γλιστράτε.
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ, ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ (2014)
Ανέβηκα τη σκάλα, Αλεξίου
8. Η πίκρα της σκάλας με τα πετράδια
Τα σκαλοπάτια με τα πετράδια
είναι ήδη άσπρα από τη δροσιά,
Είναι τόσο αργά
που οι αραχνοΰφαντες κάλτσες μου νοτίζουν από τη δροσιά,
Σύρω την κρυστάλλινη κουρτίνα μου
Και βλέπω τη σελήνη
μέσα στο διάφανο φθινόπωρο.
Ezra Pound
*****
9.
III
Έκλεισα την πόρτα και, αβίαστα,
κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά
της ίδιας σκάλας προς το δρόμο,
προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια
πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.
Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα.
Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ.
Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι.
Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα,
θα ‘χα αλλάξει μόνο σκάλα,
διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει,
συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.
Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς.
Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.
Adrián González da Costa -Απόσπασμα, Η ζωή είναι γλυκιά, γλυκιά, γλυκιά
*****
10. Η σκάλα του υπουργείου
Μη χαίρεσαι για τα λίγα
Σκαλιά του υπουργείου
Όταν θα τελειώσει η δουλειά σου
Μέτρησε καλά πόσες φορές
Τα ανέβηκες και τα κατέβηκες
Και τότε θα δεις πόσο
Ψηλά κατοικούν οι υπουργοί.
Αργύρης Μαρνέρος, Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)
To σκαλοπάτι σου, Καλογιάννης
11. Κατέβηκα, δίνοντάς σου το χέρι, ένα εκατομμύριο τουλάχιστον σκάλες
Κατέβηκα, δίνοντάς σου το χέρι, ένα εκατομμύριο τουλάχιστον σκάλες,
και τώρα που δεν είσαι πια εδώ, νιώθω μετέωρος σε κάθε βήμα.
Έστω κι έτσι ήταν σύντομο το μακρύ ταξίδι μας.
Το δικό μου διαρκεί ακόμη, αλλά δεν έχω ανάγκη πια
τις συμφωνίες, τις επιφυλάξεις,
τις παγίδες, τις ταπεινώσεις εκείνων που πιστεύουν
πως η πραγματικότητα είναι ό,τι φαίνεται.
Κατέβηκα εκατομμύρια σκάλες δίνοντάς σου το χέρι
όχι γιατί με τέσσερα μάτια ίσως βλέπει κανείς πιο καθαρά.
Κατέβηκα μαζί σου γιατί ήξερα ότι ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο
η μόνη καθαρή ματιά, αν και τόσο θολή,
ήταν η δική σου.
Eugenio Montale, μτφρ. Γιώργος Γκιώνης και Φωτεινή Ξιφαρά
*****
12. Το μπλουζ της σκάλας
Μία γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
μ’ ένα καζάνι γεμάτο λύπες.
Η γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
με το καζάνι γεμάτο λύπες.
Βρήκα μια γυναίκα στη σκάλα
μα εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της μπροστά μου.
Είδα τη γυναίκα με το καζάνι.
Στη σκάλα ποτέ πια δεν θα ησυχάσω.
Αντόνιο Γκαμονέδα [από το “Η σκουριά κατακάθισε στη γλώσσα μου και άλλα ποιήματα”, Μετάφραση Κώστας Βραχνός, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις Instituto Cervantes]
Πρόσφατα σχόλια